v. ἄμμες.
v. ἐγώ.
épq. c. ἡμᾶς, acc. de ἡμεῖς.
see ἡμεῖς.
(Μ ἀμμέ)βλ. αμέ.
ἄμμε: Αιολ. αντί ἡμᾶς, αιτ. πληθ. του ἐγώ.
ἄμμε: эп. и староэол. = ἡμᾶς.