ἔκλειγμα
English (LSJ)
ατος, τό, ecligma, linctus, res qua lingitur, electuarium, electarium, electuary, likkepot, medicine that melts in the mouth, lozenge or jujube, Aret.CA1.5, Dsc.2.158 (pl.), Archig. ap. Orib.8.2.27, Sor.1.123.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔλλιγ- Aët.1.138, 8.74
electuario, especie de jarabe Dsc.2.158, Plin.HN 20.161, Archig. en Orib.8.2.27, Aret.CA 1.5.5, Sor.2.22.4, Gal.11.873, Marcell.Emp.16.61.
German (Pape)
[Seite 766] τό, u. ἐκλεικτόν, τό, eine Arznei, die man aufleckt, im Munde zergehen läßt, Medic.
Greek Monolingual
το (AM ἔκλειγμα)
φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι.