βιόωνται
English (LSJ)
-το, v. βιάω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. Moy. épq. de βιάω.
Greek (Liddell-Scott)
βιόωνται: -το, ἴδε ἐν λ. βιάω.
English (Autenrieth)
see βιάζω.
Greek Monotonic
βιόωνται: Επικ. αντί βιῶνται, γʹ πληθ. Μέσ. του βιάω.
Russian (Dvoretsky)
βιόωνται: эп. 3 л. pl. praes. к βιάω.