βιάω

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐάω Medium diacritics: βιάω Low diacritics: βιάω Capitals: ΒΙΑΩ
Transliteration A: biáō Transliteration B: biaō Transliteration C: viao Beta Code: bia/w

English (LSJ)

Ep. form of βιάζω,
A constrain, Act. only in the pf., ἄχος, χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς, Il.10.145,172, 16.22:—Pass., to be forcibly driven, of fire, ἀνέμῳ βιώμενον Hdt. 1.19; πῦρ βεβιημένον AP9.546 (Antiphil.); θανάτῳ βιηθείς Hdt.7.83, cf. Hp.Mul.1.40: fut., οὐ βιήσεται (in pass. sense) will not yield to force, ib.2.132; βιωομένη (v.l. βιαζ-) Mosch.2.13.
II freq. as Dep. (pres. imper. βιάσθω Parm.1.34, fut. βιήσεται Emp.4.6) in act. sense, οἳ κεῖνον βιόωνται Od.11.503, cf. 23.9, Pl.Ti.63c; ὡς εἴ ἑ βιῴατο (opt.)… Τρῶες should press him hard, Il.11.467; βιήσατο κῦμ' ἐπὶ χέρσου it forced me upon... Od.7.278; ψευδεσσι βιησάμενος over-reaching, Il.23.576; τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα wronged us, deprived us of our wages, 21.451; τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται Simon.76, cf. Pi.N. 8.34, B. 12.200; force, ravish, παρθένον Hdt.4.43; drive or urge on, βιᾶται δ' ἁ τάλαινα πειθώ A.Ag.385 (lyr.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. sólo perf., v. βιάζω; med., formas de pres. con diéct. -όω- Od.23.9, Mosch.2.13, opt. 3a plu. βιῴατο Il.11.467]
I gener. en v. act. y med., tr.
1 c. compl. de pers., anim. apremiar, presionar suj. abstr. ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς Il.10.145, 16.22, cf. 10.172, en v. med. mismo sent. νιν βιᾶται [κέρ] δος Simon.36.8, cf. B.13.200
suj. de pers., personif. o anim. forzar, acosar ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα Τρῶες Il.l.c., σῦν λέων ἐβιήσατο Il.16.823, τῶν οὔ τίς μ' ἀέκοντα βιήσεται Od.21.348, cf. Il.11.558, Q.S.2.158, Mosch.l.c.
c. inf. impeler μηδὲ σέ γ' εὐδόξοιο βιήσεται ἄνθεα τιμῆς ... ἀνελέσθαι Emp.B 3.6
abs. forzar, obligar βιᾶται δ' ἁ τάλαινα Πειθώ A.A.385
en v. pas., c. suj. animado no estrictamente de pers. ser obligado, ceder a la presión οὐ γὰρ βιήσεται θοῶς la matriz, Hp.Mul.2.132, δισσαῖσι βιησαμένη παλάμῃσιν (la nave) obligada por los dos brazos (del piloto), Orph.A.1087.
2 suj. fuerzas y elementos naturales forzar, empujar ἔνθα κέ μ' ἐκβαίνοντα βιήσατο κῦμ' Od.7.278
en v. pas. (πῦρ) ἀνέμῳ βιώμενον el fuego avivado por el viento Hdt.1.19, cf. Pl.Ti.63b, AP 9.546 (Antiphil.), θανάτῳ βιηθείς Hdt.7.83, (ἡ χολή) ὑπὸ βίης γινομένης τῷ σώματι βιῆται Hp.Loc.Hom.33, (τὸ σπέρμα) βιώμενον ὑπὸ τῶν φύλλων Hp.Nat.Puer.22
abs. en v. med. ejercer fuerza o presión en el cuerpo ὁ ἠὴρ βιώμενος Hp.Mul.2.124, el niño al nacer, Hp.Nat.Puer.30, el propio médico o partera, Hp.Mul.1.70, el estornudo, Hp.Mul.2.153, cf. Morb.4.35.
II peyor., sólo en v. med.
1 tratar abusivamente, abusar, usurpar esp. desde el punto de vista económico o de lo que a uno le corresponde νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα nos usurpó todo el salario, Il.21.451, Ἀντίλοχον ψεύδεσσι βιησάμενος Il.23.576, cf. Call.Fr.129b+c 5 (cj., ap. crít.), παῖδα Od.23.9, κεῖνον Od.11.503, cf. Hes.Th.423.
2 a mujeres violentar, violar παρθένον Hdt.4.43.
3 fig. violentar, falsear τὸ δοκεῖν ... τὰν ἀλάθειαν βιᾶται Simon.93, τὸ ... λαμπρόν Pi.N.8.34.

German (Pape)

[Seite 444] act. perf. βεβίηκεν, bedrängen, zwingen, Iliad. 10, 145. 172. 16, 22; meist dep. med., überwältigen, bezwingen, ὡς εἴ ἑ βιῴατο μοῦνον ἐόντα Τρῶες Il. 11, 467; Od. 11, 503 u. öfter; ψεύδεσσι βιησάμενος, überlisten, Il. 23, 576; νῶι μισθὸν βιήσατο, er entzog uns mit Gewalt den Lohn, 21, 451; neben ἀπηύρα Hes. Th. 423; πάρφασις τὸ λαμπρὸν βιᾶται Pind. N. 8, 34: Aesch. Ag. 375; βιᾶται Simonds bei Plat. Rep. II, 365 c. – Pass., πῦρ ἐκ μαλάκων βεβιημένον Antiphil. 44 (IX, 540); Her. öfter, βιάζομαι παρθένον 2, 80; 6, 137; pass., ἀνέμῳ βιώμενοι 1, 19; θανάτῳ βιηθείς 7, 83.

French (Bailly abrégé)

βιῶ :
Act. seul. pf. 3ᵉ sg. βεβίηκε;
Pass. prés. βιάομαι, βιῶμαι, f. inus., ao. ἐβιήθην, pf. βεβίημαι;
forcer, contraindre ; Pass. être forcé, contraint ; πῦρ ἀνέμῳ βιώμενον HDT feu poussé avec force par le vent;
Moy. βιάομαι, βιῶμαι (f. βιήσομαι, ao. ἐβιησάμην, pf. βεβίημαι);
1 violenter ; τινά user de violence envers qqn, càd le piller, le voler, etc. ; β. παρθένον HDT ravir de force ou violer une jeune fille ; τινά β. μισθόν IL ravir à qqn son salaire ou sa récompense;
2 accabler par la force : τινά qqn;
3 jeter violemment.
Étymologie: βία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιάω βία ep. variant van βιάζω; act. alleen perf. βεβίηκε; med. praes. βιῶμαι, ep. 3 plur. βιόωνται, ep. opt. 3 plur. βιῴατο en βιῷντο, imperat. 3 sing. βιάσθω, ep. imperf. 3 plur. βιόωντο; aor. ἐβιησάμην, ep. 3 sing. βιήσατο; Ion. ptc. aor. pass. βιηθείς; fut. βιήσεται; zelden act., meestal med.; let op: de ‘mediale’ vormen, spec. die van het perf., kunnen zowel ‘actieve’ als passieve betekenis hebben.
1. act. onder druk zetten, in het nauw brengen:. τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαίους zo’n groot verdriet heeft de Grieken in het nauw gebracht Il. 10.145.
2. med. (meestal) geweld aandoen, dwingen, onrecht doen; met dubb. acc.. νῶι βιήσατο μισθὸν ἅπαντα Λαομέδων ons tweeën heeft Laomedon het gehele loon onthouden Il. 21.451; Ἀντίλοχον ψεύδεσσι βιησάμενος Μενέλαος Menelaus die Antilochus met bedrog onrecht aandeed Il. 23.576; οὔ τίς μ’ ἀέκοντα βιήσεται niemand zal mij tegen mijn zin dwingen Od. 21. 348.
3. pass. door (een natuurkracht) gedwongen worden:. ἀνέμῳ βιώμενον door de wind gedwongen Hdt. 1.19.1; θανάτῳ βιηθείς door de dood gedwongen Hdt. 7.83.1.

Russian (Dvoretsky)

βιάω:
1 с силой толкать; pass. вырываться, прорываться (πῦρ ἔκ τινος βεβιημένος Anth.);
2 med. с силой швырять, выкидывать (τινα ἐπὶ χέρσου Hom.);
3 нападать, настигать, постигать (ἄχος βεβίηκέ τινα Hom.; θανάτῳ βιηθεὶς ἢ νούσῳ Her.): ἀνέμῳ βιώμενος Her. подхваченный ветром;
4 med. чинить насилия, грабить (τινα Hom.): β. τινα μισθόν Hom. присвоить себе чье-л. вознаграждение;
5 med. теснить (в бою), одолевать (τινα Hom.): ψεύδεσσι βιησάμενός τινα Hom. перехитрив кого-л.;
6 med. насиловать (παρθένον Her.);
7 med. губить; перен. помрачать (πάρφασις τὸ λαμπρὸν βιᾶται Pind.);
8 med. с силой увлекать, непреодолимо тянуть (βιᾶται ἁ τάλαινα πειθώ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βιάω: παλαιότερος Ἐπ. τύπος τοῦ βιάζω· ἀναγκάζω, στενοχωρῶ, τὸ δὲ ἐνεργ. ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πρκμ., ἄχος, χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιοὺς Ἰλ. Κ. 145, 172., II. 22. – Παθ., μετὰ βίας παρασύρομαι· ἐπὶ πυρός, ἀνέμῳ βιώμενον Ἡρόδ. 1. 19· πῦρ βεβιημένον Ἀνθ. II. 9. 546· θανάτῳ βιηθεὶς Ἡρόδ. 7. 83, πρβλ. Ἱππ. 606, 55· μέλλ., οὐ βιήσεται (ἐπὶ παθ. σημασ.), δὲν θὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τὴν βίαν, ὁ αὐτ. 647. 53· βιᾶται Πλάτ. Τιμ. 63C· (ἀλλ᾿ ἐπειδὴτύπος οὗτος οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. εὑρίσκεται, ὁ Veitch λέγει ὅτι πιθανὸν τὸ βιᾶται νὰ εἶνε Ἀττ. μέλλ. τοῦ βιάζομαι, ὡς βιβῶμαι ἐκ τοῦ βιβάζω)· βιωομένη (διάφ. γραφ. βιαζ-) Μόσχ. 2. 13. ΙΙ. συχνάκις ὡς ἀποθ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, οἳ κεῖνον βιόωντο Ὀδ. Λ. 503, πρβλ. Ψ. 9· ὡς εἴ βιῴατο (εὐκτ.) .. Τρῶες, ἂν ἤθελον στενοχωρήσει αὐτόν, Ἰλ. Λ. 467· βιήσατο κῦμ᾿ ἐπὶ χέρσου, μὲ ἐξώθησε βιαίως..:, Ὀδ. Η. 278· ψεύδεσσι βιησάμενος Μενέλαος, ἐξαπατήσας, Ἰλ. Ψ. 576· τότε νῶϊ βιήσατο μισθόν, μᾶς ἐστέρησε βιαίως τὸν μισθόν μας, Φ. 451· τὸ δοκεῖν καὶ τὰν ἀλάθειαν βιᾶται Σιμων. 76, πρβλ. Πίνδ. Ν. 8. 57· εἰ μή τινα ... φθόνος βιᾶται Βακχυλ. 12. 200 (ἔκδ. Blass), φρένα … κέρδος βιᾶται ὁ αὐτ. ἀποσπ. 1, (4). - ἐκβιάζω, φθείρω, παρθένον Ἡρόδ. 4. 43· - ἀναγκάζω, ἐπιβάλλω, βιᾶται ὃ᾿ ἁ τάλαινα πειθὼ Αἰσχύλ. Ἀγ. 385.

English (Autenrieth)

see βιάζω.

English (Slater)

βῐάω med.,
1 employ force against, violate (πάρφασις)· ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34)

Greek Monotonic

βῐάω: μέλ. -ήσω, παρακ. βεβίηκα, = βιάζω,
I. βιάζω, αναγκάζω, καταπιέζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., οδηγούμαι με τη βία· λέγεται για φωτιά, σε Ηρόδ.· θανάτῳ βιηθείς, συντετριμμένος, στον ίδ.
II. αποθ., πιέζω δυνατά, καταβάλλω, σε Όμηρ.· βιήσατο κῦμ' ἐπὶ χέρσου, με παρέσυρε, με «ξέβρασε» στην ξηρά το κύμα, σε Ομήρ. Οδ.· νῶϊ βιήσατο μισθόν, μας ἀδίκησε, μας στέρησε βίαια το μισθό μας, σε Ομήρ. Ιλ.· αναγκάζω ή επιβάλλω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= βιάζω
I. to constrain, Il.:— Pass. to be forcibly driven, of fire, Hdt.; θανάτωι βιηθείς overpowered, Hdt.
II. as Dep. in act. sense, to constrain, press hard, overpower, Hom.; βιήσατο κῦμ' ἐπὶ χέρσου it forced me upon land, Od.; νῶϊ βιήσατο μισθόν he did us wrong in respect of our wages, Il.:— to force or urge on, Aesch.