διακολλάω
English (LSJ)
glue together, Luc.Ind.16:—Pass., λίθῳ διακεκολλημένος formed of stones morticed together, Id.Hipp.6.
Spanish (DGE)
1 encolar, pegar τὰ βιβλία Luc.Ind.16
•fig. poner seguido, unir de un centón διακολλῶν τὴν συμβολὴν τῶν ῥημάτων Gr.Nyss.Eun.2.128, cf. 3.5.24.
2 revestir con una decoración en v. pas. διάδρομος Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος un corredor revestido con mármol númida Luc.Hipp.6, cf. POxy.3473.12 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 582] verleimen, verkitten, διάδρομος λίθῳ διακεκολλημένος Luc. Hipp. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coller l'un contre l'autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.
Étymologie: διά, κολλάω.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰκολλάω: συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.
Greek Monotonic
διᾰκολλάω: μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διακολλάω: склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κολλάω aan elkaar lijmen:. λίθῳ διακεκολλημένος met marmer bekleed Luc. 3.6.