διαρράπτω
English (LSJ)
sew through or together, Str.15.1.67, Plu.2.978a; insert a suture, Gal.18(2).746.
Spanish (DGE)
1 pasar hilos, coser c. ac. τρίχας καὶ σχοινία λεπτά Str.15.1.67, ὁλοσχοίνους Plu.2.978a, ταῦτα (τὰ νήματα τὰ σηρικά) ἐν ὑποδήμασι δ. coser estos (hilos de seda) en el calzado Chrys.M.58.501.
2 cirug. suturar τὸ τραῦμα Plu.Cat.Mi.70, τὸ δέρμα Gal.18(2).746, 996.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
διαρράπτω: ῥάπτω ἐντελῶς ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 978Α, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. διαρραπτέον Ὀρειβ. 157. 13.
Greek Monolingual
διαρράπτω (Α)
1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω
2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).