διατορνεύω
English (LSJ)
round off, Lib.Descr.30.6.
Spanish (DGE)
1 contornear ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.Descr.30.14.
2 tornear λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.Ep.Fest.11.7.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
διατορνεύω: ἐξεργάζομαί τι διὰ τοῦ τόρνου, Λιβάν. 4. 1071.
Greek Monolingual
διατορνεύω (Α) τορνεύω
επεξεργάζομαι με τόρνο, φτιάχνω κάτι στρογγυλό.
Russian (Dvoretsky)
διατορνεύω: вырезать, гравировать (ἔπη γράμμασιν ἐν σησάμῳ Plut.).