επεξεργάζομαι

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

(AM ἐπεξεργάζομαι) μσν.-νεοελλ.
1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή
2. εκπονώ
αρχ.
1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῦτον, ὅ πᾱσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.)
2. πραγματοποιώ, φέρω σε πέρας
3. ανιχνεύω, εξετάζω
4. φρ. «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, Σοφ.