βρώμη

Revision as of 19:01, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

, (βιβρώσκω) = βρῶμα, Od.10.460, Nic.Al.499, A.R.3.1058, Opp.C.2.352.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
comida μνησόμεθα βρώμης Od.10.177, cf. h.Cer.394, τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης Hp.Acut.47, καρχάλεοι κύνες ὥς τε περὶ βρώμης A.R.3.1058, cf. Q.S.8.389, 10.20, Marc.Sid.53, op. la bebida ἐσθίετε βρώμην καὶ πίνετε οἶνον Od.10.460, 12.23, 302, op. ποτής Od.10.379, cf. Nic.Al.499, Opp.C.2.352.

German (Pape)

[Seite 467] ἡ, Speise, Hom. fünfmal, Odyss. 10, 177. 379. 460. 12, 23. 302. – Sp. D., z. B. Opp. Cyn. 2, 352.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nourriture.
Étymologie: βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

βρώμη: ἡ, (βιβρώσκω) = βρῶμα, τροφή, Ὀδ. Κ. 460, Ὀππ. Κ. 2. 352.

English (Autenrieth)

ης (βιβρώσκω): food. (Od.)

Greek Monolingual

(I)
βρώμη, η (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.
(II)
η
βλ. βρόμη.

Greek Monotonic

βρώμη: ἡ (βι-βρώσκω) = βρῶμα, φαγητό, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

βρώμη: ἡ Hom. = βρῶμα.

Middle Liddell

= βρῶμα,] βιβρώσκω
food, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρώμη -ης, ἡ βιβρώσκω voedsel, eten.