pl. ion. de γέρας.
γέρεα: Ἰων. ὀνομ. πληθ. τοῦ γέρας, Ἡρόδ.
γέρεα: Ιων. ονομ. πληθ. του γέρας.
γέρεα: ион. pl. к γέρας.
γέρεα plur., zie γέρας.