γέρεα

Revision as of 19:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

pl. ion. de γέρας.

Greek (Liddell-Scott)

γέρεα: Ἰων. ὀνομ. πληθ. τοῦ γέρας, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

γέρεα: Ιων. ονομ. πληθ. του γέρας.

Russian (Dvoretsky)

γέρεα: ион. pl. к γέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέρεα plur., zie γέρας.