γέρεα

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source

French (Bailly abrégé)

pl. ion. de γέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γέρεα plur., zie γέρας.

Russian (Dvoretsky)

γέρεα: ион. pl. к γέρας.

Greek (Liddell-Scott)

γέρεα: Ἰων. ὀνομ. πληθ. τοῦ γέρας, Ἡρόδ.

Greek Monotonic

γέρεα: Ιων. ονομ. πληθ. του γέρας.