διοίσω

Revision as of 19:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

διοίσομαι, v. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.