εὐποίκιλος

Revision as of 20:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.

Greek Monolingual

εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.

Greek Monotonic

εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).

Middle Liddell

εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.