λογογραφέω

Revision as of 21:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A to be a λογογράφος ΙΙ, write speeches, τισι for people, Plu.Comp.Dem.Cic.3; ἐπί τινα Id.Dem.6. II make into a story (μυθάρια) Jul.Or.7.208c. III keep accounts, ψευδῶς λ., Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A. D.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
écrire des discours pour autrui.
Étymologie: λογογράφος.

Greek (Liddell-Scott)

λογογρᾰφέω: εἶμαι λογογράφος· - γράφω λόγους, τινι, διά τινα ἄλλον, Πλουτ. Δημ. 6, Σύγκρ. Δημ. καὶ Κικ. 3.

Greek Monotonic

λογογρᾰφέω: μέλ. -ήσω, γράφω λόγους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λογογρᾰφέω: составлять речи (для других, за плату), быть сочинителем чужих речей Plut.

Middle Liddell

λογογρᾰφέω, fut. -ήσω
to write speeches, Plut.