κατέσκληκα

Revision as of 21:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. κατασκέλλομαι.

French (Bailly abrégé)

v. κατασκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

κατέσκληκα: ἴδε κατασκέλλω.

Greek Monotonic

κατέσκληκα: παρακ. του κατασκέλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατέσκληκα: pf. к κατασκέλλω 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέσκληκα perf. act van κατασκέλλω.