κασιγνήτη
English (LSJ)
ἡ, fem. of κασίγνητος, sister, Il.4.441, etc.; dual -τα A.Pers.185: metaph., συκῆ ἀμπέλου κ. Hippon.34, cf. 70A; λάγυνε,… κ. νεκταρέης κύλικος AP6.248 (Marc. Arg.):—Cypr. κασινήτα Gött.Nachr. 1914.95, and καἱνίτα (q.v.): Aeol. κασιγνήτα Sapph. Supp.1.9 (prob.).
German (Pape)
[Seite 1333] ἡ, die (leibliche) Schwester, Hom. u. Folgde. – Übertr. sagt Hipponax bei Ath. III, 78 c συκῆ μέλαινα ἀμπέλου κασ. u. M. Argent. 21 (VI, 248) Λάγυνε, κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sœur.
Étymologie: κασίγνητος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. τοῦ κασίγνητος, ἀδελφή, Ὁμ. Ἰλ. Π. 432, κλ.· μεταφ., ὡς τὸ κάσις, συκῆν μέλαιναν, ἀμπέλου κασιγνήτην Ἱππῶναξ παρ’ Ἀθην. 78C, κλ.· λάγυνε,… κασιγνήτη νεκταρέης κύλικος Ἀνθ. Π. 6. 248.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κασιγνήτη, ἡ (Α)
βλ. κασίγνητος.
Greek Monotonic
κᾰσιγνήτη: ἡ, θηλ. του κασίγνητος, αδερφή, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰσιγνήτη: ἡ сестра Anth., Hom.
Middle Liddell
κᾰσιγνήτη, ἡ, [fem. of κασίγνητος
a sister, Hom., etc.