μισόνοθος

Revision as of 21:27, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, hating bastards, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 192] den Bastard hassend, Ἥρη, in Beziehung auf Herakles, Archi. 27 (Plan. 94).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait le bâtard (Héraclès), ép. d'Héra.
Étymologie: μισέω, νόθος.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόνοθος: -ον, ὁ, μισῶν τοὺς νόθους, Ἀνθ. Πλαν. 94.

Greek Monolingual

μισόνοθος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους νόθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + νόθος.

Greek Monotonic

μῑσόνοθος: -ον, αυτός που αποστρέφεται τα εκτός γάμου παιδιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῑσό-νοθος, ον
hating bastards, Anth.