κεκόρημαι

Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

κεκορηώς, v. κορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ion. de κορέννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκόρημαι: κεκορηώς, ἴδε ἐν λέξ. κορέννυμι.

English (Autenrieth)

see κορέννῦμι.

Greek Monotonic

κεκόρημαι: Ιων. αντί κεκόρεσμαι, Παθ. παρακ. του κορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεκόρημαι: эп.-ион. pf. pass. к κορέννυμι.