καταστοναχέω

Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

bewail, c. acc., AP7.574 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déplorer.
Étymologie: κατά, στοναχέω.

Greek (Liddell-Scott)

καταστονᾰχέω: μετὰ στεναγμῶν θρηνῶ, μετ’ αἰτιατ., οἰκτρὰ κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Ἀνθ. Π. 7. 574.

Greek Monotonic

καταστονᾰχέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ με στεναγμούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταστονᾰχέω: провожать со стонами, оплакивать (κείμενον Anth.).

Middle Liddell

fut. ήσω, to bewail, Anth.