στοναχέω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στονᾰχέω Medium diacritics: στοναχέω Low diacritics: στοναχέω Capitals: ΣΤΟΝΑΧΕΩ
Transliteration A: stonachéō Transliteration B: stonacheō Transliteration C: stonacheo Beta Code: stonaxe/w

English (LSJ)

3pl.
A -εῦντι Mosch.3.28: aor. ἐστονάχησα, the only tense used by Hom., (ἐπ-) Il.24.79, inf. στοναχῆσαι 18.124, cf. Q.S.1.573:—Ep. form of στενάχω, groan, sigh, Il.l.c.; σ. πόντος Orph. H.38.17.
II trans., sigh, groan over or groan for, τινα S.El.133 (prob. f.l., στενάχειν cj. Elmsl., lyr.), cf. Mosch.3.28.

German (Pape)

[Seite 948] wie στένω, στενάχω, stöhnen, seufzen, ἀδινὸν στοναχῆσαι, Il. 18, 124; u. c. accus., beseufzen, betrauern, Soph. El. 131; – στεναχέω ist von Wolf im Hom. mit Recht verworfen, s. στεναχίζω u. Spitzner excurs. III. zur Il.

French (Bailly abrégé)

στοναχῶ :
seul. prés., f. στοναχήσω et ao. ἐστονάχησα;
Moy. seul. f. στοναχήσομαι;
1 intr. gémir, se lamenter ; en parl. de la mer gronder, murmurer sourdement;
2 tr. gémir sur, acc..
Étymologie: στοναχή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοναχέω [στοναχή] zuchten, kreunen, jammeren, met acc. om.

Russian (Dvoretsky)

στονᾰχέω: стонать, рыдать Hom., Anth.: σ. τινα Soph. оплакивать кого-л.

English (Autenrieth)

(στοναχή), aor. inf. στοναχῆσαι: sigh, lament, Il. 18.124†.

Greek Monotonic

στονᾰχέω: Δωρ. γʹ πληθ. -εῦντι· μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐστονάχησα, όπως το στενάχω·
I. αναστενάζω, γογγύζω, βογκώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. μτβ., στενάζω, γογγύζω για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, τινά, σε Σοφ., Μόσχ.

Greek (Liddell-Scott)

στονᾰχέω: γ΄πληθ. -εῦντι Μόσχ. 3. 28· μέλλ. -ήσω Χρησμ. Σιβ. 10. 297· ἀόρ. ἐστονάχησα, ὅστις εἶναιμόνος παρ’ Ὁμήρ. χρόνος, (ἐπ-) Ἰλ. Ω. 79, ἀπαρέμφ. στοναχῆσαι Σ. 124, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 1. 573· ἴδε ἐν στενάχω)· - Ἐπικ. τύπος τοῦ στενάχω (παρὰ Σοφ. ἐν Ἠλ. 133 ὁ Elmsl. διώρθωσε στενάχειν), στενάζω, ἀναστενάζω, «βογκῶ», Ἰλ. ἔνθ ἀνωτ.· στ. πόντος Ὀρφ. Ὕμν. 37. 17. ΙΙ. μεταβ., στενάζω «βογκῶ» διά τι, τινα Σοφ. Ἠλ. 133, Μόσχ. 3. 28.

Middle Liddell

στονᾰχέω, like στενάχω
I. to groan, sigh, Il.
II. trans. to sigh, groan over or for, τινά Soph., Mosch. [from στονᾰχή]