μωκία

Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Ael.VH3.19.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, Verhöhnung, Ael. V. H. 3, 19 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grimace, moquerie.
Étymologie: μῶκος.

Greek (Liddell-Scott)

μωκία: ἡ, = τῷ προηγ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 19, Νικήτ. Χρον. 78D.

Greek Monolingual

μωκία, ἡ (ΑΜ) μωκός
χλευασμός με μορφασμό προσώπου, κοροϊδευτική γκριμάτσα.