μωκία

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωκία Medium diacritics: μωκία Low diacritics: μωκία Capitals: ΜΩΚΙΑ
Transliteration A: mōkía Transliteration B: mōkia Transliteration C: mokia Beta Code: mwki/a

English (LSJ)

ἡ, = μώκημα, Ael. VH 3.19.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, Verhöhnung, Ael. V. H. 3, 19 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grimace, moquerie.
Étymologie: μῶκος.

Greek (Liddell-Scott)

μωκία: ἡ, = τῷ προηγ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 19, Νικήτ. Χρον. 78D.

Greek Monolingual

μωκία, ἡ (ΑΜ) μωκός
χλευασμός με μορφασμό προσώπου, κοροϊδευτική γκριμάτσα.