λάμψομαι

Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

fut.Med.of λάμπω, and also Ion. fut. of λαμβάνω. λᾶν· ὁρᾶν, ἢ λίθον, Hsch. λανηθάς· δευτερίας οἶνος, Id.

French (Bailly abrégé)

f. ion. de λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λάμψομαι: μέσ. μέλλ. τοῦ λάμπω, προσέτι καὶ Ἰων. μέλλ. τοῦ λαμβάνω.

Greek Monotonic

λάμψομαι: Ιων. αντί λήψομαι, Μέσ. μέλ. του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λάμψομαι: ион. fut. к λαμβάνω.