λάμψομαι

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμψομαι Medium diacritics: λάμψομαι Low diacritics: λάμψομαι Capitals: ΛΑΜΨΟΜΑΙ
Transliteration A: lámpsomai Transliteration B: lampsomai Transliteration C: lampsomai Beta Code: la/myomai

English (LSJ)

fut.Med.of λάμπω, and also Ion. fut. of λαμβάνω. λᾶν· ὁρᾶν, ἢ λίθον, Hsch. λανηθάς· δευτερίας οἶνος, Id.

French (Bailly abrégé)

f. ion. de λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

λάμψομαι: ион. fut. к λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

λάμψομαι: μέσ. μέλλ. τοῦ λάμπω, προσέτι καὶ Ἰων. μέλλ. τοῦ λαμβάνω.

Greek Monotonic

λάμψομαι: Ιων. αντί λήψομαι, Μέσ. μέλ. του λαμβάνω.