κυψελίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = κυψέλιον, of swallows' or sand-martins' nests, ib.618a34. II wax in the ears, Ruf.Onom.223, Aret.SD1.15, Luc.Lex.1, Lib.Decl. 26.35:—also κυψελίτης ῥύπος, ὁ, EM549.24.
German (Pape)
[Seite 1539] ίδος, ἡ, dim. zu κυψέλη, kleines Behältniß, Höhle, Arist. H. A. 9, 30. – Auch das Ohrenschmalz, Luc. Lexiph. 1; VLL.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
ordure dans les oreilles.
Étymologie: κυψέλη.
Greek (Liddell-Scott)
κυψελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κυψέλη, ἴδε ἐν λέξ. κύψελος. ΙΙ. ἡ ἐντὸς τῶν ὤτων κιτρίνη ὕλη, Λουκ. Λεξιφ. 1, Λιβάν. 4. 144· ― οὕτω κυψελίτης, ῥύπος, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ.· ― κυψελόβυστος, ον, (κύω) πεφραγμένος διὰ κυψέλης, ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κυψελίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) небольшая полость, гнездо Arst.;
2) ушная сера Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυψελίς -ίδος, ἡ [κυψέλη] oorsmeer.