κυψελίδα

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

η (Α κυψελίς, -ίδος) κυψέλη
1. μικρή κυψέλη («νεοττεύουσιν ἐν κυψελίσιν ἐκ πηλοῦ πεπλασμέναις μακραῖς», Αριστοτ.)
2. η λιπαρή ουσία που εκκρίνεται από ειδικούς σμηγματογόνους αδένες του δέρματος οι οποίοι βρίσκονται στην είσοδο του έξω ακουστικού πόρου του αφτιού, αλλ. κυψελίτης ρύπος
νεοελλ.
1. μικρή κοιλότητα
2. φρ. α) ανατ. «πνευμονικές κυψελίδες» — μικροί σακοειδής χώροι που αποτελούν τελικές απολήξεις του βρογχικού δένδρου
β) χημ. «ηλεκτρολυτική κυψελίδα» — άλλη ονομασία του ηλεκτρολυτικού κελλίου
γ) (κρυσταλλ.) «μοναδιαία κυψελίδα» — η μικρότερη ομάδα ατόμων σε έναν κρύσταλλο, της οποίας η περιοδική επανάληψη και προς τις τρεις διαστάσεις δίνει τελικά τη δομή και τις ιδιότητες του κρυστάλλου.