λόε
English (LSJ)
λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι, v. λούω. λοετρόν, λοετροχόος, v. λουτρ-. λοέω, v. λούω. λοιάδες· αἱ κόραιτῶν ὀφθαλμῶν, Theognost.Can.22; cf. λογάς (B). λοίαξ· ὁ ξηρὸς χόρτος, Hsch.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. λόω.
Greek (Liddell-Scott)
λόε: λοέσσας, λοεσσάμενος, λοέσσομαι, ἴδε ἐν λ. λούω.
English (Autenrieth)
see λούω.
Greek Monotonic
λόε: Επικ. αντί ἔλουε, γʹ ενικ. παρατ. του λούω.
Russian (Dvoretsky)
λόε: эп. 3 л. sing. impf. к λόω.