κωροσύνα

Revision as of 22:42, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dor. c. κουροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

κωροσύνα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κουροσύνη, Θεόκρ. 24. 57.

Greek Monotonic

κωροσύνα: ἡ, Δωρ. αντί κουροσύνη, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κωροσύνα: ἡ Theocr. = κουροσύνη.

Middle Liddell

κωροσύνα, ἡ, [doric for κουροσύνη, Theocr.]