μυκήτινος

Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

η, ον, made of mushrooms, Luc.VH1.16.

German (Pape)

[Seite 216] von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec un champignon.
Étymologie: μύκης.

Greek (Liddell-Scott)

μῠκήτῐνος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ μυκήτων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16.

Greek Monolingual

μυκήτινος, -ίνη, -ον (Α)
κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + κατάλ. -ινος].

Greek Monotonic

μῠκήτῐνος: -η, -ον (μύκης), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῠκήτῐνος: сделанный из гриба (ἀσπίς Luc.).

Middle Liddell

μῠκήτῐνος, η, ον μύκης
made of mushrooms, Luc.