παίγνιος
English (LSJ)
ον, playful, εὐστοχίη AP7.12.212 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 438] scherzhaft, zu Spiel u. Zeitvertreib dienend, καρύων παίγνιος εὐστοχίη, Strat. 54 (XII, 212).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίζω.
Greek (Liddell-Scott)
παίγνιος: -ον, παιγνιώδης, ἀστεῖος, Ἀνθ. Π. 12. 212.
Greek Monolingual
παίγνιος, -ον (Α) παίγνιον
παιγνιώδης, αστείος.
Greek Monotonic
παίγνιος: -ον (παίζω), διασκεδαστικός, κωμικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παίγνιος: служащий для забавы, увеселительный (εὐστοχίη Anth.).