παρόψομαι

Revision as of 07:59, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

f. de παροράω.

Greek (Liddell-Scott)

παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.

Greek Monotonic

παρόψομαι: μέλ. του παροράω.

Russian (Dvoretsky)

παρόψομαι: fut. к παροράω.