παρόψομαι

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

French (Bailly abrégé)

f. de παροράω.

Russian (Dvoretsky)

παρόψομαι: fut. к παροράω.

Greek (Liddell-Scott)

παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.

Greek Monotonic

παρόψομαι: μέλ. του παροράω.