πεπτηώς

Revision as of 08:01, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. πτήσσω.

German (Pape)

[Seite 560] ep. part. perf. II. zu πίπτω od. πτήσσω.

French (Bailly abrégé)

part. pf. épq. de πίπτω;
part. pf. poét. de πτήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπτηώς: ἴδε πτήσσω.

English (Autenrieth)

see πτήσσω.

Greek Monotonic

πεπτηώς: Επικ. αντί -ηκώς, μτχ. παρακ. από κοινού σε πτήσσω και πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

πεπτηώς:
I эп. part. pf. к πίπτω.
II эп. part. pf. к πτήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπτηώς -υῖα ptc. perf. van πτήσσω.