πεντεκαίδεκα

Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl., fifteen, Simon. 125, Th.3.94, Pl.R. 540a, etc.; οἱ π. ἄνδρες, quindecimviri sacris faciundis, D.C.53.1, cf. 42.51; ἱερεῖς οἱ π. καλούμενοι Id.44.15.

German (Pape)

[Seite 557] funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
quinze.
Étymologie: πέντε, καί, δέκα.

Greek (Liddell-Scott)

πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δέκα καὶ πέντε, κοινῶς δεκαπέντε, Σιμωνίδ. 154, Ἡρόδ. 1. 153. κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και πεδεκαίδεκα
άκλ.
1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες
2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα
(ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί δέκα.

Russian (Dvoretsky)

πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.

Middle Liddell

fifteen, Hdt., etc.