πολυκλήεις

Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εσσα, εν, celebrated, APl.4.331 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 664] = πολυκλήϊστος, τύπος, Agath. 36 (Plan. 331).

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
très illustre.
Étymologie: πολύς, κλέος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλήεις: εσσα, εν, = πολυκλήϊστος, Ἀνθ. Πλαν. 331.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πολυκλεής.

Greek Monotonic

πολυκλήεις: -εσσα, -εν (κλέος), περίφημος, διάσημος, επιφανής, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολυ-κλήεις, εσσα, εν κλέος
far-famed, Anth.