ποικιλόμορφος

Revision as of 08:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, variegated, ἱμάτια Ar.Pl.530; of many shapes, (θεά), of Fortune, Lyr.Alex.Adesp.34.1.

German (Pape)

[Seite 650] von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux formes diverses ou changeantes.
Étymologie: ποικίλος, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόμορφος: -ον, ποικιλόχρους, ποικιλοχρώματος, ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 530.

Greek Monotonic

ποικῐλόμορφος: -ον, αυτός που έχει ποικίλη μορφή, ποικιλόχρωμος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόμορφος -ον [ποικίλος, μορφή] bont versierd.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόμορφος: пестрый, разноцветный или узорчатый (ἱμάτια Arph.).

Middle Liddell

ποικῐλό-μορφος, ον,
of varied form, variegated, Ar.

English (Woodhouse)

of all kinds, of all sorts, of every kind, of various kinds