προσφάγημα

Revision as of 08:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, = προσφάγιον (anything eaten with other food, something to eat, victim sacrificed beforehand)¹, Aesop. 64, Moer. p. 274 P.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on mange en outre du pain, pitance.
Étymologie: προσφαγεῖν, inf. ao.2 de προσεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

προσφάγημα: τό, = τῷ ἑπομ., Μοῖρις 274, Αἴσωπ. 35 ἔκδοσ. Schneid.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
το προσφάγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φάγημα «τροφή, έδεσμα» (< θ. φαγ- του φαγεῖν)].

Russian (Dvoretsky)

προσφάγημα: ατος (φᾰ) τό φαγεῖν - inf. aor. 2 к ἐσθίω закуска, пища Aesop.