πρόπλους

Revision as of 08:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
v. πρόπλοος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπλους: ὁ, ὁ πλέων πρότερον ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 112.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α προπλέω
1. αυτός που προπλέει, που πλέει πρώτος, αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας
2. το αρσ. ως ουσ.πρόπλους
πλους πριν από τους άλλους, προηγούμενος πλους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πρόπλοι
(ενν. νῆες) πλοία που προηγούνται και οδηγούν τα άλλα που ακολουθούν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπλους -ουν, Ion. πρόπλοος -οον [προπλέω] vooruit varend:. αἱ πρόπλοι de voorhoede van de vloot Isocr. 4.92.

Middle Liddell

πρό-πλους, ουν,
sailing before or in advance, αἱ πρόπλοι νῆες the leading ships, Thuc.