τό, a sort of vermilion, Theodos.Can.p.343H.
(τό) :espèce de vermillon.Étymologie: DELG -.
στάχι: -ιος, τό, εἶδος μίλτου, Χοιροβ. 1. 373.
(I)το(παλ. τ.) βλ. στάχυ. (II)τὸ, Αείδος μίλτου.