σκυτοτομία

Revision as of 09:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, shoemaking, Id.R.397e.

German (Pape)

[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομία:сапожное ремесло Plat.

Middle Liddell

σκῡτοτομία, ἡ, [from σκῡτοτόμος]
shoemaking, Plat.