= σπαργανάω (swaddle), Hes. Th. 485.
[Seite 917] wie σπαργανόω, einwindeln, Hes. Th. 485.
c. σπαργανόω.
σπαργᾰνίζω: σπαργανόω, Ἡσ. Θ. 485.
Α σπάργανονσπαργανώνω.
σπαργανίζω [σπάργανον] in windsels inwikkelen, inbakeren.