σπαργανάω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
= σπαργανόω, (swaddle) Pl.Lg.789e.
German (Pape)
[Seite 917] = σπαργανόω, σπαργανίζω, Plat. Legg. V, 782 e.
Russian (Dvoretsky)
σπαργᾰνάω: Plat. и σπαργᾰνίζω Hes. = σπαργανόω.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργᾰνάω: σπαργανόω, Πλάτ. Νόμ. 782E.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαργανάω zie σπαργανίζω.