συνεπεκπίνω

Revision as of 09:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ῑ], drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).

French (Bailly abrégé)

absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monotonic

συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεκπίνω: (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать (ἅμα τινί Anth.).

Middle Liddell

fut. -πίομαι
to drink off together, Anth.