συνοίκισις

Revision as of 09:33, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, combination into one city-state or union into one city-state, Th.3.3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
colonisation.
Étymologie: συνοικίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συνοίκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ μίαν πόλιν συνένωσις, Θουκ. 3. 3, Ἀρρ. Ἀν. 1. 4· πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ.

Greek Monolingual

-ίσεως, ἡ, Α συνοικίζω
συνένωση σε μια πολιτεία («πέμψαντες πρέσβυς οὐκ ἔπειθον τοὺς Μυτιληναίους τήν τε ξυνοίκισιν καὶ τὴν παρασκευὴν διαλύειν», Θουκ.).

Greek Monotonic

συνοίκῐσις: -εως, ἡ, συνένωση υπό τη διοίκηση μιας πρωτεύουσας, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνοίκῐσις: εως ἡ заселение, колонизация Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοίκῐσις -εως, ἡ, Att. ook ξυνοίκῐσις [συνοικίζω] vereniging tot één stad. Thuc. 3.3.1.

Middle Liddell

συνοίκῐσις, εως, [from συνοικίζω
union with the capital, Thuc.

English (Woodhouse)

a union of smaller towns under a capital city, union in a single state

English > Greek (Woodhouse Quotes Reversed)

political centralisation of small towns under a capital city