τρίχαλκον

Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

τό, a coin worth three χαλκοῖ, Thphr.Char.10.6, IG42(1).109 iii 128 (Epid., iii B. C.), 5(1).1433.33 (Messene), Vitr.3.1.7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce de trois chalques.
Étymologie: τρεῖς, χαλκοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχαλκον: τό, νόμισμα ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς χαλκοῦς, τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης τρίχαλκον Θεοφρ. Χαρ. 10.

Greek Monolingual

τὸ, Α
νόμισμα ισοδύναμο με τρία χάλκινα νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].

Greek Monotonic

τρίχαλκον: τό, νόμισμα ισοδύναμο τριών χαλκῶν, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχαλκον -ου, τό [τρι-, χαλκός] trichalkon (muntstuk).

Middle Liddell

τρί-χαλκον, ου, τό,
a coin worth three χαλκοῖ, Theophr.