τοξάριον

Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of τόξον, Luc.DMort.14.2, Longus 1.7, al.

German (Pape)

[Seite 1128] τό, dim. von τόξον, Long. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit arc.
Étymologie: τόξον.

Greek (Liddell-Scott)

τοξάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τόξον, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 14. 2. Λόγγος 1, 7. 2) = τόξον Μαυρίκ. 1, 2, Λέοντ. Τακτ. 5, 3.

Greek Monotonic

τοξάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του τόξου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τοξάριον: (ᾰ) τό небольшой лук Luc.

Middle Liddell

τοξᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of τόξον, Luc.]