τοξάριον
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of τόξον, Luc.DMort.14.2, Longus 1.7, al.
German (Pape)
[Seite 1128] τό, dim. von τόξον, Long. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit arc.
Étymologie: τόξον.
Russian (Dvoretsky)
τοξάριον: (ᾰ) τό небольшой лук Luc.
Greek (Liddell-Scott)
τοξάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τόξον, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 14. 2. Λόγγος 1, 7. 2) = τόξον Μαυρίκ. 1, 2, Λέοντ. Τακτ. 5, 3.
Greek Monotonic
τοξάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του τόξου, σε Λουκ.
Middle Liddell
τοξᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of τόξον, Luc.]