τυρίσκος

Revision as of 10:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, = τυρίον, Ael.NA8.5, Longus 1.19.

German (Pape)

[Seite 1164] ὁ, dim. von τυρός; Long.; Ael. H. A. 8, 5 μαντεύεσθαι τυρίσκοις.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
dim. de τυρός.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ τυρός, μαντεύεσθαι τυρίσκοις Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 5, Λόγγος 1. 19.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. του τυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. σιδηρ-ίσκος)].