τυρός

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρός Medium diacritics: τυρός Low diacritics: τυρός Capitals: ΤΥΡΟΣ
Transliteration A: tyrós Transliteration B: tyros Transliteration C: tyros Beta Code: turo/s

English (LSJ)

ὁ,
A cheese, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν Il.11.639; οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Od.4.88; τ. ἐξ Ἀχαΐης Semon.23; τ. Σικελικός Ar.V.896, etc.; for Sicilian cheese, cf. Hermipp.63.9, Antiph.236, Philem.76: pl., τυρεύματα PCair.Zen.110.25 (iii B. C.), al.
2 ὁ χλωρὸς τυρός = the fresh cheese, the cheese-market, Lys.23.6.—Cf. βούτυρον.

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Käse; Od. 4, 88. 9, 219; ὀπίας, Eur. Cycl. 136, u. oft; χλωρός, Ar. Ran. 959, wie Lys. 23, 6 (Käsemarkt, wie sonst οἱ τυροί); u. oft bei Athen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 fromage;
2 marché aux fromages.
Étymologie: DELG avest. tuiri « lait caillé », indien tura « fromage ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυρός -οῦ, ὁ kaas.

Russian (Dvoretsky)

τῡρός:
1 сыр, творог Hom., Eur., Arph. etc.;
2 сырный рынок или ряд (ἐλθεῖν εἰς τὸν τυρόν Lys.).

Spanish

queso

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
το τυρί
νεοελλ.
φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού»
α) κατά το επιδόρπιο
β) συνεκδ. παρεπιπτόντως
αρχ.
1. το μέρος της αγοράς όπου πωλούσαν τυρί
2. φρ. «χλωρὸς τυρός» — νωπό τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τυρός (< τυρ-ψος) είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. tūiri- «πηγμένο γάλα» και tuirya- «τυρί» και μέσο ινδ. tūra «τυρί». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: turoq.
ΠΑΡ. τυρεύω, τυρί(ον), τυρώδης
αρχ.
τυράσιον, τυρίδιον, τυρίσκος, τυρόεις, τυρώ (Ι), τυρώ (ΙΙ)
μσν.- νεοελλ.
Τυρινή.
ΣΥΝΘ.΄ συνθετικό) τυροκομώ, τυροποιός, τυροπώλης, τυροτρύπτης, τυροφάγος
αρχ.
τυρόλφιτον, τυροκλέπτης, τυρόμαντις, τυρόνωτος, τυροξόος, τυροπρασία, τυροτάριχος, τυροφόρος
αρχ.-μσν.
τυροβόλος, τυροτόμος
μσν.
τυροαπόθεσις, τυροκλόπος, τυρολοιχός, τυροψύκτης, τυρώνυμος
μσν.- νεοελλ.
τυρόγαλα. (Β' συνθετικό) βούτυρο(ν)
αρχ.
σησαμότυρον.

Greek Monotonic

τῡρός: -οῦ, ὁ, τυρί, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυρί», ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ τυρὸν Ἰλ. Λ. 639· οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Ὀδ. Δ. 88· τυρὸς ἐξ Ἀχαιΐας Σιμωνίδης Ἀμοργ. 21· τ. Σικελικὸς Ἀριστοφ. Σφ. 896, κλπ.· περὶ τοῦ Σικελικοῦ τυροῦ πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 11, Φιλήμονα ἐν «Σικελικῷ» 2· ἴδε καὶ ὀπίας, χλωρὸς ΙΙΙ. 2) ὁ τυρός, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλεῖτο ὁ τυρός, Λυσί. 167, 8. ― Πρβλ. βούτυρον. [ῡ, ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις καὶ τοῖς συνθέτοις, Δράκων 88. 24, Schweigh εἰς Ἀθήν. 27F].

Middle Liddell

τῡρός, οῦ, ὁ,
cheese, Hom., Ar., etc.

Frisk Etymology German

τυρός: {tūrós}
Grammar: m.
Meaning: Käse (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. τυρόκνηστις f. ‘Käse- reibe, -messer’ (Ar., Delos IIIa u.a.); vgl. zu κνῆστις (s. -κναίω); πολύτυρος käsereich (Pherekr.). Zu βούτυρον (-ος) s. bes.
Derivative: Davon 1. Demin. τυρίον n. (Kom., Pap. u.a.), -ίσκος (sp.), -άσιον n. (Pap. IIIa; od. Gerät zur Käsebereitung ?; s. Mayser Pap. I: 3, 44). 2. -ακίνας m. (dor.) Art Käsekuchen (Philox. V-IVa; von *-άκινος nach ὀμφάκινος u.a.). 3. -ίτης (πλακοῦς) Käsekuchen = lat. scriblīta (Gloss.; Redard 91; vgl. zu στρεβλός). 4. -όεις, -οῦς, dor. -ῶς, f. -οῦσσα, -ῶσσα (ἄρτος, πλακοῦς) käseartig, Käse (Sophr., Theok. u.a.), -ώδης ib. (Hp., Kos IV-IIIa, Plu. u.a.). Verba: 5. τυρεύω, auch m. ἐν-, Käse machen, käsen, übertr. untereinander mengen, listig anstellen (Kom. Adesp., D., Arist. u.a.) mit -εύματα n. pl. gekäste Speisen, Käse (E.), listige Ränke (Kom. Adespa.), -εία f. ib., auch das Käsen, Käsepresse (Tab. Heracl., Mykale IVa, Arist. u.a.), -ευσις f. das Käsen (Arist.), -ευτήρ m. ‘Käse- bereiter’ (Ἑρμῆς, AP). 6. -έω käsen im Aor. ἐτύρησας (Alkm.). 7. -όομαι, -όω, auch m. ἀπο-, ἐπι-, συν-, Käse werden, Akt. = -εύω (Ar., LXX, Dsk. usw.) mit -ωτός, -ωσις (sp.).
Etymology: Altes Wort für Käse od. dgl., mit aw. iri- n. käsig gewordene Milch, Molke (wozu irya- verkäst, von der Milch) bis auf die Stammbildung, viell. auch mit mind. (apabhr.) tūra- Käse identisch oder wenigstens damit verwandt (s. Mayrhofer s. tuvaraḥ). Weitere Verknüpfungen strittig. Nach einer weitverbreiteten Auffassung (seit Solmsen IF 26, 112ff., 30,34ff.) zu der nicht unbekannten Wz. - schwellen (s. τύλη und W.-Hofmann s. obtūrō). Dagegen nach Fick 1, 449 und Prellwitz zu tu̯er- drehen, quirlen (s. ὀτρύνω, τορύνη, τύρβη); zustimmend Lidén KZ 61, 9 (und Schwyzer 481 A. 11) mit einer Fülle von semantischen Parallelen, u.a. ags. ge-þwēor Käsestoff zu þweran schnell herumdrehen, rühren. Zum mehrdeutigen russ. tvaróg Quark s. Vasmer s.v., wo das slav. Wort nicht nur mit τυρός, sondern auch mit lit. tvérti fassen, umzaumen verbunden wird (vgl. σορός).
Page 2,948

Mantoulidis Etymological

(=τυρί). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τυρεύω (=κάνω τυρί, ἀνακατώνω), τυρεία, τύρευμα, τύρευσις, τυρευτήρ, τυρευτής, τυρόεις, τυρόω -ῶ (=πήζω γάλα καί κάνω τυρί), βούτυρον.

Léxico de magia

queso usado en una práctica para atrapar a un ladrón λαβὼν σελίγνιον ἄναλον καὶ τυρὸν αἴγειον δίδου ἑκάστῳ σελιγνίου δραχμὰς ηʹ, τυροῦ δραχμὰς ηʹ toma harina de trigo sin sal y un queso de cabra y dale a cada uno ocho dracmas de harina de trigo y ocho de queso P V 206

Lexicon Thucydideum

caseus, cheese, 4.26.5.