τωὐτό

Revision as of 10:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.